30 Απρ 2011

Review 2

状態をあらわす言葉: ・・・の状態にある人、・・・の状態にあること、・・・の状態にあるもの

η νύστα (眠さ)
νυστάζω (動詞:眠い)←形容詞ではない!

νυσταγμένος, --μένη, --μένο (眠い状態の人・動物。男性、女性、中性。)
                
      ♂     ♀     Θ
~は  ....μένος,  ....μένη,  ....μένο
~の  ....μένου,  ....μένης,  ....μένου
~を  ....μένο,  ....μένη,  ....μένο

主語が女性単数の場合:

Είμε νυσταγμένη. (I am sleepy.)
Είμε κουρασμένη. (I am tired.)
Είμε παντρεμένη. (I am married.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου