状態をあらわす言葉: ・・・の状態にある人、・・・の状態にあること、・・・の状態にあるもの
η νύστα (眠さ)
νυστάζω (動詞:眠い)←形容詞ではない!
νυσταγμένος, --μένη, --μένο (眠い状態の人・動物。男性、女性、中性。)
♂ ♀ Θ
~は ....μένος, ....μένη, ....μένο
~の ....μένου, ....μένης, ....μένου
~を ....μένο, ....μένη, ....μένο
主語が女性単数の場合:
Είμε νυσταγμένη. (I am sleepy.)
Είμε κουρασμένη. (I am tired.)
Είμε παντρεμένη. (I am married.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου